κακοζωία

κακοζωία
η (Α κακοζωΐα, ποιητ. τ. κακοζοΐα)
το να ζει κάποιος κακή, άθλια ζωή
αρχ.
(ποιητ.) δυστυχισμένη, άθλια ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + -ζωία (< -ζωος < ζωή), πρβλ. φιλο-ζωία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κακοζωίᾳ — κακοζωίᾱͅ , κακοζωία evil life fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοζωίας — κακοζωίᾱς , κακοζωία evil life fem acc pl κακοζωίᾱς , κακοζωία evil life fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοζωίαν — κακοζωίᾱν , κακοζωία evil life fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”